άκαρδος

άκαρδος
-η, -ο
1. δειλός, άτολμος
2. άσπλαχνος, σκληρός
3. απρόθυμος, ανειλικρινής, επίπλαστος
«γέλιο ψυχρό και άκαρδο».
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + ουσ. καρδία.
ΠΑΡ. ακαρδοσύνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άκαρδος — η, ο ασυγκίνητος, σκληρός: Ήταν πάντα μ όλους άκαρδος, σκληρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άβουλος — η, ο (Α ἄβουλος, ον) [βουλή] ο δίχως βούληση, θέληση νεοελλ. ο δίχως πρωτοβουλία, αναποφάσιστος αρχ. 1. αυτός που σκέπτεται άσχημα ή επιπόλαια, απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος 2. άκαρδος, άσπλαχνος, αδιάφορος …   Dictionary of Greek

  • άσπλαχνος — (AM ἄσπλαγχνος) αυτός που δεν έχει μέσα του σπλάχνα, που δεν έχει καρδιά, ο άκαρδος, ο ανηλεής, ο απάνθρωπος αρχ. 1. ο δειλός 2. αυτός που δεν τρώει σπλάχνα ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνον το νεοελλ. άσπλαχνος < άσπλαγχνος με απλοποίηση του… …   Dictionary of Greek

  • άστοργος — η, ο (AM ἄστοργος, ον) ο χωρίς στοργή, ο άκαρδος, ο σκληρός αρχ. ο δίχως θέλγητρο ή γοητεία …   Dictionary of Greek

  • αίσθημα — Η καταχώρηση στη συνείδησή μας των αποτελεσμάτων ενός ερεθισμού, τον οποίο μεταφέρουν τα αισθητήρια όργανα, με τη βοήθεια του νευρικού συστήματος, στον εγκέφαλο, όπου και ερμηνεύονται. Πρόκειται δηλαδή για εικόνες του εσωτερικού και εξωτερικού… …   Dictionary of Greek

  • ακαρδία — η [άκαρδος] 1. η έλλειψη καρδιάς (βλ. ακάρδιος) 2. η έλλειψη γενναιότητας, η δειλία …   Dictionary of Greek

  • ακαρδίζω — (και ανακαρδίζω) [άκαρδος] πικραίνομαι, δυσαρεστούμαι …   Dictionary of Greek

  • ακαρδοσύνη — η [άκαρδος] 1. ατολμία, δειλία 2. η ψυχική σκληρότητα …   Dictionary of Greek

  • αμαθής — ές (Α ἀμαθής) 1. αυτός που στερείται γνώσεων, που βρίσκεται σε άγνοια, άπειρος, ανίδεος, ανεπιτήδειος (στα αρχ. αντίθ. δεξιός) 2. εν μέρει ή εντελώς αγράμματος, αμόρφωτος, αδίδακτος 3. ανόητος, βλάκας αρχ. 1. άκαρδος, ασυγκίνητος, απάνθρωπος 2.… …   Dictionary of Greek

  • ανοικτίρμων — ἀνοικτίρμων (AM) [οικτίρμων] άσπλαχνος, άκαρδος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”